-
1 ρητή
-
2 ῥητῇ
-
3 ρητή
-
4 ῥητή
-
5 ρητήι
-
6 ῥητῆι
-
7 ἡμέρα
ἡμέρα, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] ἡμέρη IG12(5).1 ([place name] Ios), [dialect] Dor. [full] ἀμέρα ib.5(1).213.43,al., 1390.109, 1432.25, Test.Epict.4.12, Michel995A 32, etc., [dialect] Locr. [full] ἀμάρα IG9(1).334.42 (aspirated perh. only in [dialect] Att. and West [dialect] Ion., cf.Aἐπάμερος Pi.
, etc.,αὐθημερόν IG7.235.18
([place name] Oropus), etc.; usu. unaspirated in early [dialect] Att. Inscrr., IG12.49.6, al.; aspirated in codd. even in dialects: original ἀμέρα prob. took aspirate from ἑσπέρα): ἡ:— day, less freq. than ἦμαρ in Hom.,ἡ. ἥδε κακὸν φέρει Il.8.541
, 13.828; τίς νύ μοι ἡ. ἥδε; Od.24.514; νύκτες τε καὶ ἡ. 14.93; μῆνές τε καὶ ἡ. ib. 293;νοῦσοι ἐφ' ἡμέρῃ αἳ δ' ἐπὶ νυκτί Hes.Op. 102
; ἡ σήμερον ἡ., v. σήμερον· ἅμα ἡμέρᾳ or ἅμα τῇ ἡμέρᾳ at daybreak, X.An.6.3.6, Aeschin.3.76;ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt.3.86
; ἡ. διέλαμψεν, ἐξέλαμψεν, ὑπέφαινε, Ar.Pl. 744, Pax 304, X.Cyr.4.5.14; τῆς ἡ. ὀψέ late in the day, Id.HG2.1.23.2 sts. like [dialect] Ep. ἦμαρ, with Adjs. to describe a state or time of life, ἐπίπονος ἁ. a life of misery, S.Tr. 654 (lyr.); λυπρὰν ἄγειν ἡ. E. Hec. 364; ἐχθρὰ ἡ. Id.Ph. 540; παλαιὰ ἁ. old age, S.Aj. 623 (but θεία ἡ. Id.Fr. 950 is dub. l.); τερμία ἁ. Id.Ant. 1330 (lyr.); αἱ μακραὶ ἁμέραι length of days, Id.OC 1216(lyr.); νέα ἁ. youth, E. Ion 720(lyr.); so τῇ πρώτῃ ἡ. Arist.Rh. 1389a24; ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡ. at the close of life, ib. 1389b33, cf. S.OT 1529; ζοὴν βλέπουσιν ἡ. look life-like, Herod.4.68.3 poet. for time,ἡ. κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια S.Aj. 131
;ἐς τόδ' ἡμέρας Id.OC 1138
: pl., ἐν ἡμέραις τινός in the days of.., LXX 1 Ch.4.41, etc.; ἡ. ἀρχαῖαι ib.Ps.142(143).5.5 a fixed day, τακτὴ ἡ. Act.Ap.12.21; ῥητὴ ἡ. Luc.Alex.19;ἡ. ἔστησαν ἀρχαιρεσιῶν D.H.6.48
, cf. Act.Ap.17.31;ἡ. Κυρίου LXXJl.2.1
, cf. 2 Ep.Pet.3.12, etc.;ἡ. κρίσεως Ev.Matt.10.15
: so abs., ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας a human tribunal, 1 Ep.Cor.4.3;ἡμέραι καὶ ἀγῶνες Jahresh.23
Beibl.93 (Pamphyl.).6 in pl., age, προβεβηκὼς ἐν ταῖς ἡ. Ev.Luc.1.7, cf. LXXGe.47.8, etc.II abs. usages,1 gen., τριῶν ἡμερέων within three days, Hdt.2.115, cf. Th.7.3; ἡμερῶν ὀλίγων within a few days, Id.4.26, etc.; ἄλλης ἡ. another day, S.El. 698; τῆς αὐτῆς ἡ. Isoc.4.87;μιᾶς ἀμέρας IG5(1).213.43
(Sparta, V B.C.); ἡμέρας by day, opp. νυκτός, S.Fr.65;οὔθ' ἡμέρας οὔτε νυκτός Pl.Phdr. 240c
; τοὺς.. τῆς ἡ. ἄρτους δ ¯ daily, UPZ 47.21 (ii B.C.); δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης twice every day, Hdt.2.37; δίς τῆς ἡ. Pl.Com.207; πεντάκις τῆς ἡ. Men.326; κατεσθίω.. τῆς ἡ. πένθ' ἡμιμέδιμνα five every day, Pherecr.1.2 dat., τῇδε θἠμέρᾳ,= σήμερον, (S.OT 1283; .3 acc., πᾶσαν ἡ. any day, i.e. soon, Hdt.1.111, 7.203; τὴν μὲν αὐτίχ' ἡ. S.OC 433; ὅλην τὴν ἡ. Eup.233; τρίτην ἡ. ἥκων two days after one's arrival, Th.8.23;οὐδεμίαν ἡ. ὑπεύθυνος εἶναί φημι D.18.112
; πέντε ἡμέρας during five days, Th.8.103; τὰς ἡ. in the daytime, X.Cyr.1.3.12; τὴν ἡ. daily, LXXEx. 29.38.III with Preps., μίαν ἀν' ἁμέραν on one day, Pi.O.9.85; ἀνὰ πᾶσαν ἡ. every day, Hdt.7.198; ἀφ' ἡμέρας τῆς νῦν from this day, S.OT 351; but ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ from early in the day, Plb.8.25.11: δι' ἡμέρης, [dialect] Att. - ρας, the whole day long, Hdt.1.97, 2.173, Pherecr.64, Ar.Ra. 260(lyr.); διὰ τρίτης ἡ. every other day, Hdt. 2.37; διὰ πολλῶν ἡ. at a distance of many days, Th.2.29;δι' ἡμερῶν τινων Thphr.HP4.3.6
; εἰσ ἡμέραν yearly, LXXJd.17.10; ἐν ἡμέρῃ in a single day, Hdt.1.126, cf. Men.Pk. 377;ἐνἡ. μιᾷ S.OT 615
; τῇδ' ἐν ἡ. Id.OC 1612; ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡ. Ev.Jo.14.20; ἐν ἑστέραισιν ἡ. A.Ag. 1666; ἐν ὀκτὼ ἡ. Lys.20.10; but ἐν τρισὶν ἡ. within three days, Ev.Jo.2.19; ἐξ ἡμέρας by day, οὔτε νυκτὸς οὔτ' ἐξ ἡ. S.El. 780; ἡμέραν ἐξ ἡμέρας day after day, Henioch.5.13, LXXGe.39.10, 2 Ep.Pet.2.8 (butἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας LXX 2 Ch.21.15
); ἐπ' ἡμέρην ἔχειν, ἐφ' -ραν χρῆσθαι, sufficient for the day, Hdt.1.32, Th.4.69;τὸ γὰρ βρότειον σπέρμ' ἐφ' ἡ. φρονεῖ A. Fr. 399
;τῆς ἐφ' ἡ. βορᾶς E.El. 429
; but τοὐφ' ἡμέραν day by day, Id.Cyc. 336: c. dat., ἐπ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ (v.l. -ρης -της ) every day, Hdt.5.117;ὁ ἥλιος νέος ἐφ' ἡμέρῃ Heraclit.6
; καθ' ἡμέραν by day, A.Ch. 818 (lyr.); καθ' ἡ. τὴν νῦν to-day, S.OC3, Aj. 801; but καθ' ἡ. commonly means day by day, IG12.84.40, etc.; καθ' ἡ. ἀεί [S.]Fr.1120.4: with Art.,τὸν καθ' ἡ. βίον Id.OC 1364
;ἡ καθ' ἡ. ἀναγκαία τροφή Th.1.2
;τὰ καθ' ἡ. ἐπιτηδεύματα Id.2.37
;τὸ καθ' ἡ. ἀδεές Id.3.37
, etc.; τὸ καθ' ἡ. every day, Ar.Eq. 1126 (lyr.), etc.; alsoτὰ καθ' ἑκάστην τὴν ἡ. ἐπιτηδεύματα Isoc.4.78
; μετ' ἡμέρην in broad daylight, opp. νυκτός, Hdt.2.150, cf. Ar.Pl. 930; opp. νύκτωρ, Aeschin.3.77; μεθ' ἡμέρας some days after, LXXJd.15.1; ἡμέρα παρ' ἡμέραν γιγνομένη day following on day, Antipho 5.72; but παρ' ἡμέραν every other day, Dsc.3.137, Luc.DDeor.24.2;παρ' ἡ. ἄρχειν Plu.Fab.15
;καθ' ἡμέραν εἰώθειν ὀργίζεσθαι, νῦν παρ' ἡμέραν, εἶτα παρὰ δύο, εἶτα παρὰ τρεῖς Arr.Epict.2.18.13
; πρὸ ἡμέρας before day-break, Diph.22; but πρὸ ἀμερᾶν δέκα ἤ κα μέλλωντι ἀναγινώσκεν GDI5040.42 ([place name] Crete); (Thisbe, ii B.C.); γίγνεται, ἔστι πρὸς ἡμέραν, towards day, near day, X.HG2.4.6, Lys.1.14; also, for the day, daily, Charito 4.2.IV as pr. n., the goddess of day, Hes.Th. 124.2 v. ἥμερος 11.
См. также в других словарях:
ῥητῇ — ῥητός stated fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητή — ῥητός stated fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥητῆι — ῥητῇ , ῥητός stated fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Philo — (20 BC 50 AD), known also as Philo of Alexandria (gr. Φίλων ὁ Ἀλεξανδρεύς), Philo Judaeus, Philo Judaeus of Alexandria, Yedidia and Philo the Jew, was a Hellenistic Jewish philosopher born in Alexandria, Egypt. Philo used allegory to fuse and… … Wikipedia
ARETE — unica nata Rhexenoris, Alcinoi, Regis Phaeacum uxor, ex qua Nausicaam filiam ac tres filios suscepit. Λευκώλενος Homero Od. n. v. 233. 335. dicitur. Orpheus in Argonaut. Α᾿ρήτη ροδόπηχυς, ἰδ᾿ Α᾿λκίνοος ςθεοειδής. Idem … Hofmann J. Lexicon universale
άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… … Dictionary of Greek
έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… … Dictionary of Greek
έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως … Dictionary of Greek